- ατμοποιώ
- μετατρέπω κάποιο υγρό σε ατμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. vaporize. Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξατμίζω — εξάτμισα, εξατμίστηκα, εξατμισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιο υγρό σε ατμό ή αέριο, ατμοποιώ, αεροποιώ, εξανεμίζω. 2. ενεργώ ώστε από κλεισμένο σκεύος να βγει ο ατμός βραστού νερού: Εξάτμισε την ατμομηχανή. 3. μτφ., αφανίζω κάτι, το εξανεμίζω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)